- εκατοστάρης
- ο , εκατοστάρα η столетний старик; столетняя старуха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκατοστάρης — ο θηλ. άρα 1. αυτός που έχει ηλικία εκατό ετών, ο εκατόχρονος. 2. αθλητής δρόμου 100 μέτρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)